- υγροσκόπιο
- τομετεωρολογικό όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η υγρασία ή οι υδρατμοί του αέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υγροσκόπιο — το, Ν (μετεωρ.) όργανο με το οποίο προσδιορίζεται χονδρικά η υγρασία τού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygroscope (< υγρός + σκόπιο*). Η λ., στον λόγιο τ. ὑγροσκόπιον, μαρτυρείται από το 1799 στον Άνθ. Γαζή] … Dictionary of Greek
υγροσκοπικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υγροσκόπιο ή στην υγροσκοπία («υγροσκοπικές παρατηρήσεις») 2. αυτός που έχει την ιδιότητα να απορροφά εύκολα την υγρασία ή το νερό από το περιβάλλον του 3. φρ. α) «υγροσκοπικά σώματα» χημ. χημικές… … Dictionary of Greek
-σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek
υγροσκοπικός — ή, ό 1. που έχει την ιδιότητα να απορροφά νερό ή υγρασία, υγρόφιλος, υδρόφιλος: Η ζάχαρη είναι υγροσκοπική. 2. που έχει σχέση με την υγροσκοπία και το υγροσκόπιο (βλ. λλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)